Σχολείο και ποίηση

Σίγουρα ο τίτλος "Σχολείο και ποίηση" συνιστά οξύμωρο ως ένα βαθμό, αν δεν προκαλεί και θυμηδία στους περισσότερους, καθόσον σχολική πράξη και λογοτεχνία συχνά συνυπάρχουν απλά σε μια καταναγκαστική συμβίωση.
Το σχολείο χώρος κατεξοχήν αναπαραγωγής καταπιεστικών μηχανισμών, η ποίηση ακριβώς το αντίθετο, στρατευμένη στην απελευθέρωση του ανθρώπου.
Πώς λοιπόν να γλιτώσει η ποίηση από την προκατάληψη των μαθητών που είναι στη φύση τους ν' αντιδρούν, ν' αμφισβητούν, ν' απορρίπτουν.
Θα ήταν μονομέρεια να αποδώσουμε την αιτία της αποστροφής προς την ποίηση μόνο στους μαθητές, ή μόνο στο σύστημα, ξεχνώντας και τη δική μας "συμβολή".
Είναι γνωστό ότι ο Διογένης χτυπούσε τον πατέρα ή το δάσκαλο οσάκις έκανε λάθος ο μαθητής.

Διευκρινίζουμε το θέμα μας είναι το σχολείο ως σημείο αναφοράς και έμπνευσης στην Ποίηση.

Ενθουσιασμός και πίστη το απαραίτητο οξυγόνο επιβίωσης ανάμεσα στους αποπνικτικούς τοίχους της αίθουσας και τα δύο συχνά λείπουν απελπιστικά εκατέρωθεν.

Σαν πήγαμε σχολείο
ήταν κάτι δάσκαλοι που μας πλήγωναν
με κάθε τρόπο
χλευάζοντας ό,τι κι' αν κάναμε κι εκθέτοντας όλες τις αδυναμίες μας
όσο προσεκτικά και αν τις κρύβαμε...
(Μουντές)

Ρίξε λίγο παραπάνω
κανέλλα στο μάθημα
Δάσκαλε
έτσι κι' αλλιώς περιεχόμενο δεν υπάρχει...
(Μαρνέρος)

Και βέβαια το κλίμα του σχολείου ωθεί το μαθητή να αναζητεί όπου γης την ανακούφιση εκτός σχολείου και να προσεύχεται:

Η προσευχή του μικρού Νέγρου

Κύριε είμαι πολύ κουρασμένος
βαδίζω από το λάλημα του πετεινού - το ξέρεις-
κι ο λόφος που οδηγεί προς το σχολείο τους είναι πολύ ψηλός
κύριε δεν θέλω να πάω άλλο στο σχολείο τους.
Κάνε ότι μπορείς να μην πατήσω πια εκεί
θέλω να πέρνω από πίσω τον πατέρα στους δροσερούς χειμάρους
όταν η νύχτα πλέει ακόμα μες στο μυστήριο του δάσους
όπου γλιστρούν τα πνεύματα απ' την αυγή κυνηγημένα.
Άσε με κύριε να διασχίζω ξυπόλυτος τα κόκκινα χωράφια...
Άσε το μεσημέρι να κοιμάμαι στων καρυδόδενδρων τις ρίζες
και να ξυπνάω όταν στο βάθος πέρα
στριγκλίζει των λευκών η σειρήνα και το εργοστάσιο
καθώς καράβι αραγμένο σ' ωκεανό ζαχαροκάλαμου
ξερνά μες στις πεδιάδες το νέγρικο πλήρωμά του
Θεέ μου, δεν θέλω πια να πάω στο σχολείο τους
κάνε κάτι να μην πατήσω πια εκεί
Άστους να λένε πως ο κάθε μικρός νέγρος θα πρέπει να πηγαίνει
να γίνεται ίδιος μ' αυτούς τους κύριους της πόλης
μ' αυτούς τους καθώς πρέπει κύριους της πόλης
Εγώ δεν θέλω κύριε να μοιάσω σαν κι αυτούς...
Θέλω ν' ακούω αυτά που λέει μεσ' την νύχτα
Θαμπή φωνή ενός γέρου που διηγείται παλιές ιστορίες
γι τον φτωχούλη το λαγό και για τον ζάμπα
γι' αυτά και για άλλα ακόμη που δεν γράφουν τα βιβλία.
Οι νέγροι θεέ μου -ξέρεις- δούλεψαν πολύ
για να πρέπει τώρα να μάθουν περισσότερα από βιβλία
που λεν για πράγματα άσχετα με την εδώ ζωή μας.
Κι είναι στ' αλήθεια θέ μου το σχολείο τους πληκτικό
Μια σκέτη πλήξη, όπως
αυτοί οι κύριοι της καθώς πρέπει
που δεν γνωρίζουν να χορεύουν κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι
που δεν γνωρίζουν να βαδίζουν πάνω στην πέτσα των ποδιών τους
που δεν γνωρίζουν να διηγούνται παραμύθια στα νυχτέρια
Κύριε, δεν θέλω πια να πάω στο σχολείο τους
(Guy Tirolien, μτφ. Θ. Τασούλης)

Η προσευχή του μικρού νέγρου είναι και του μικρού λευκού. Έτσι κι αλλιώς η ψυχή δεν έχει χρώμα μήτε φύλο και το σχολείο παροπλίζει εξίσου την κινητικότητα τους.

Ο μαθητής κινητοποιεί τους μηχανισμούς άμυνας με ασπίδα την ελευθεροποιό του φαντασία, και παίρνει σιωπηρά την εκδίκησή του:

Και το πουλί - λύρα παίζει
και το παιδί τραγουδάει
κι ο καθηγητής φωνάζει:
Πότε θα πάψετε να κανετε τον καραγκιόζη!
Μα όλα τ' άλλα παιδιά
ακούν τη μουσική
κι οι τοίχοι τη τάξης
σωριάζονται ήσυχα
και τα τζάμια ξαναγίνονται άμμος
το μελάνι ξαναγίνεται νερό
τα θρανία ξαναγίνονται δένδρα
η κιμωλία ξαναγίνεται ακρογιάλι
το φτερό ξαναγίνεται πουλί.
(Πρεβέρ)

 

Ο ΚΑΚΟΣ ΜΑΘΗΤΗΣ
Λέει όχι με το κεφάλι
μα λέει ναι με την καρδιά
λέει ναι σ' όποιον αγαπάει
λέει όχι στον καθηγητή
είναι ορθός
τον ρωτάν
κι όλα τα προβλήματα έχουν δοθεί
ξαφνικά τον πιάνουν ακατάσχετα γέλια
και τα σβήνει όλα
τα ψηφία και τις λέξεις
τις ημερομηνίες και τα ονόματα
τις φράσεις και τους γρίφους
και παρά τις φοβέρες του καθηγητή
κατω από τα γιουχαϊσματα των καλών μαθητών
με κιμωλίες όλων των χρωμάτων
πάνω στον μαυροπίνακα της δυστυχίας
ζωγραφίζει το πρόσωπο της ευτυχίας.

(Πρεβέρ)

Το σχολείο κάποτε λίκνο της μνήμης, ορμητήριό της. Έτσι το χιόνι της παγερής ζωής ανακαλεί για παρηγοριά τη σκόνη του σπόγγου από τα ανέμελα σχολικά χρόνια.

...και το χιόνι που πέφτει αθόρυβα απ' το πρωί
σαν κάποιος να τινάζει το σπόγγο του παλιού σχολείου
(Λειβαδίτης, Βιολέτες σε μια εποχή)

Κάποιοι δάσκαλοι ανεβαίνοντας στην έδρα έχουν την αίσθηση ότι ανεβαίνουν σε ικρίωμα. Ένας φόβος εκατέρωθεν διέπει τις περισσότερες φορές τις σχέσεις. Ο φόβος το προπατορικό αμάρτημα της εκπαίδευσης. Τόσο δύσκολο αλλά και ωραίο να κάνεις τους μαθητές σου να φοβούνται όχι εσένα αλλά για σένα:

...ονειρεύομαι, ονειρεύομαι σχολεία, άφθονα γελαστά σ' όλη τη χώρα και δάσκαλους μεγάλους εμπνευσμένους καρφωμένους στη χαρούμενή τους θέση
να πλάθουν ανθρώπους ελεύθερους εύθυμους κι' ευτυχισμένους
καρδιές φουντωμένες απ' την έρευνα και την αγάπη

(Παυλέας)

Μέρος από τα παραπάνω επιλέχτηκαν από το περιοδικό "Λόγος και Πράξη" της ΟΛΜΕ, τεύχος 36

Αρχική σελίδα

 

Πρόσθετες πληροφορίες